Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Μαθαίνοντας ευκολότερα μια δεύτερη γλώσσα

via

Καλώς ή κακώς ζούμε σε μια χώρα όπου η εκμάθηση ξένων γλωσσών αποτελεί περισσότερο εργαλείο επαγγελματικής εξέλιξης και λιγότερο μέσο επικοινωνίας. Τα παιδιά μπαίνουν από πολύ νωρίς στους μηχανισμούς κατάκτησης μιας δεύτερης γλώσσας. Από τα πρωτάκια μας μέχρι τους τελειόφοιτους της έκτης τάξης , τα αγγλικά μπαίνουν υποχρεωτικά στο αναλυτικό πρόγραμμα του σχολείου, με τα γαλλικά και τα γερμανικά να ακολουθούν ως γλώσσες επιλογής.
Έχουν παρουσιαστεί διάφορες υποθέσεις για το πώς η εκμάθηση μια δεύτερης γλώσσας επηρεάζει τη μητρική γλώσσα αλλά κ πως η ‘’ξένη γλώσσα’’ κατακτιέται δανειζόμενη στοιχεία της μητρικής.
Η αντίληψη που έχει καθιερωθεί
στηρίζεται στο επιχείρημα ότι οι γλώσσες αναπτύσσονται σε αλληλεξάρτηση η μία από την άλλη και τα νοήματα μεταφέρονται από τη μια γλώσσα στην άλλη, φυσικά με την πιο δυνατή γλώσσα να δανείζει περισσότερα στοιχεία στην αδύναμη γλώσσα. Δηλαδή η μάθηση για τη δεύτερη γλώσσα γίνεται μέσω της πρώτης γλώσσας. Προσπαθούμε να μιλάμε και να γράφουμε αγγλικά ή γαλλικά ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, χρησιμοποιώντας συντακτικές και γραμματικές δομές της ελληνικής γλώσσας.
Καθώς αλλάζουν τα σχολικά δεδομένα και οι ξένες γλώσσες εισάγονται στο σχολείο από πολύ νωρίς, τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών δημιουργούν τμήματα για παιδιά νηπιαγωγείου και των πρώτων τάξεων του δημοτικού τα οποία στοχεύουν στην προετοιμασία και στην ομαλή εισαγωγή στη δεύτερη γλώσσα. Αν σκεφτούμε κ τις αυξημένες σχολικές απαιτήσεις καθώς και τον φόβο των πανελληνίων, οι περισσότεροι γονείς επιθυμούν τα παιδιά τους να έχουν ολοκληρώσει τις βασικές σπουδές σε μία δεύτερη ξένη γλώσσα, μαζί με τα αντίστοιχα πιστοποιητικά κ τίτλους σπουδών μέχρι την πρώτη ή  Δευτέρα λυκείου.
Το θέμα μας εδώ δεν αποτελεί κατά πόσο σωστό ή λάθος είναι η εισαγωγή της δεύτερης γλώσσας σε μικρή ηλικία αλλά το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για ένα παιδί η εκμάθηση μια δεύτερης γλώσσας και αντίστοιχα πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η εισαγωγή σε ένα δεύτερο γραπτό γλωσσικό κώδικα.
Στην ηλικία των 6 και των 7 ετών η μητρική γλώσσα, σε προφορικό και γραπτό επίπεδο, βρίσκεται σε μία διαρκής εξέλιξη και αποτελεί πρόκληση για τα ίδια τα παιδιά.
Η ανάπτυξη ακαδημαϊκών δεξιοτήτων σε μία δεύτερη γλώσσα εξαρτάται όχι μόνο από την έκθεση στη γλώσσα αυτή, αλλά και από τις υπάρχουσες γνώσεις και έννοιες που έχουν τα παιδιά τους στη μητρική τους γλώσσα και οι οποίες τα βοηθούν να καταλάβουν μια δεύτερη γλώσσα. Δλδ ένα παιδί που ξέρει να γράφει προτασούλες και να περιγράφει σε μικρές παραγράφους στη μητρική του γλώσσα, δεν θα χρειαστεί να μάθει από την αρχή τι είναι η πρόταση ή η παράγραφος σε μία ξένη γλώσσα, το οποίο είναι και το πιο απαιτητικό κομμάτι.
Να μην ξεχνάμε πως για να μάθουμε κάτι, πρέπει πρώτα να το αγαπήσουμε. Έτσι θα βρίσκουμε περισσότερους λόγους να μαθαίνουμε και να προσπαθούμε να γινόμαστε καλύτεροι. Αυτό ισχύει και στη εκμάθηση μια δεύτερης γλώσσας. Πριν γράψετε το παιδί σας σε ένα τμήμα αγγλικών, βάλτε τον ν’ ακούσει αγγλικά τραγουδάκια ή διαλόγους στην αγγλική γλώσσα. Εξηγήστε του πόσο σημαντική είναι η επικοινωνία σε μια άλλη γλώσσα. Μετά επιλέξτε ένα φροντιστηριακό τμήμα όπου θα δίνεται έμφαση στην προφορική επικοινωνία και ακρόαση. Το παιδί τα δύο πρώτα έως τρία χρόνια της εκμάθησης θα πρέπει να εξασκηθεί με :
·         Χαιρετισμούς (καλημέρα, καληνύχτα, γεια , αντίο)
·         Συστήνομαι (Είμαι ο/η…., Με λένε… )
·         Μικρές ερωτήσεις (Πώς σε λένε; Tί κάνεις; Τι είναι αυτό;)
·         Βασικό λεξιλόγιο ( ζώα, χρώματα, μέρη προσώπου και σώματος, μέλη οικογένειας, ρούχα)
·         Οι αριθμοί από 1- 10
·         Βασικό λεξιλόγιο ρημάτων ( εγώ θέλω, εγώ τρώω, εγώ κοιμάμαι, εγώ πάω)
Η εισαγωγή σε γραπτό λόγο (λεξιλόγιο, βασική δομή πρότασης, ουσιαστικά, άρθρα, ρήματα και αντωνυμίες) μπορεί να γίνει αντίστοιχα στην Τετάρτη και Πέμπτη δημοτικού (δηλ 10- 11ετων), όπου το παιδί μπορεί με μεγαλύτερη ευκολία ν’ απομνημονεύσει γραμματικές και συντακτικές δομές.
Στην περίπτωση που το παιδί παρουσιάζει μαθησιακές δυσκολίες στη μητρική γλώσσα, τότε οι παράμετροι τους οποίους πρέπει να εξετάσουν οι γονείς είναι ακόμα περισσότεροι. Διαφορετικά η δυσκολία στη μία γλώσσα, θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη δυσκολία στην δεύτερη γλώσσα και όλο αυτό θα έχει αντίκτυπο στην ψυχολογία του παιδιού.

Πριν κλείσουμε, μπορούμε να πούμε πως το κομμάτι της γλωσσομάθειας είναι αρκετά ευρύ και περιλαμβάνει πολλές απόψεις, οι περισσότερες αντικρουόμενες μεταξύ τους. Εμείς, είτε είμαστε γονείς, είτε ειδικοί παιδαγωγοί, είτε άνθρωποι που ασχολούμαστε με την εκπαίδευση επιλέγουμε αυτές που θα κάνουν τα παιδιά μας περισσότερα ευτυχισμένα και θα δώσουν νόημα στις πράξεις τους.

Ιωάννα Παπακωνσταντίνου
Ειδική Παιδαγωγός

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...